ακόνι ή ακονόπετρα — Σκληρή πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμεύει για το τρόχισμα διαφόρων μεταλλικών εργαλείων. Κατασκευάζεται συνήθως από σμύριδα ή από τεχνητές ύλες όπως το τεχνητό κορούνδιο και το ανθρακοπυρίτιο. Τα υλικά αυτά, κονιορτοποιημένα, ρίχνονται μέσα… … Dictionary of Greek
ἀκόνιτον — ἀκόνῑτον , ἀκόνιτον leopard s bane neut nom/voc/acc sg ἀκόνῑτον , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem acc sg ἀκόνῑτον , ἀκόνιτος leopard s bane neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονίτου — ἀκονί̱του , ἀκόνιτον leopard s bane neut gen sg ἀκονί̱του , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονίτῳ — ἀκονί̱τῳ , ἀκόνιτον leopard s bane neut dat sg ἀκονί̱τῳ , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνιτα — ἀκόνῑτα , ἀκόνιτον leopard s bane neut nom/voc/acc pl ἀκόνῑτα , ἀκόνιτος leopard s bane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονιτεί — ἀκονῑτεί , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονιτικῷ — ἀκονῑτικῷ , ἀκονιτικός made of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονιτί — ἀκονῑτί̱ , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνιτος — ἀκόνῑτος , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακονάκι — Παλιό παιδικό παιχνίδι, στην περιοχή της Αιτωλίας. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός μικρού μαύρου φιδιού. Στο παιχνίδι αυτό, τα παιδιά σχημάτιζαν κύκλο σε απόσταση περίπου μισού μέτρου το ένα από το άλλο και με τη ράχη τους στραμμένη προς τα… … Dictionary of Greek