ακόνι

ακόνι
το
η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά
«βγάζει ή τρώει απ' τ' ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά
«έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ. ἀκόνη βλ. λ..
ΣΥΝΘ. ακονοζούμι, ακονόλιθος, ακονόπετρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακόνι ή ακονόπετρα — Σκληρή πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμεύει για το τρόχισμα διαφόρων μεταλλικών εργαλείων. Κατασκευάζεται συνήθως από σμύριδα ή από τεχνητές ύλες όπως το τεχνητό κορούνδιο και το ανθρακοπυρίτιο. Τα υλικά αυτά, κονιορτοποιημένα, ρίχνονται μέσα… …   Dictionary of Greek

  • ἀκόνιτον — ἀκόνῑτον , ἀκόνιτον leopard s bane neut nom/voc/acc sg ἀκόνῑτον , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem acc sg ἀκόνῑτον , ἀκόνιτος leopard s bane neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονίτου — ἀκονί̱του , ἀκόνιτον leopard s bane neut gen sg ἀκονί̱του , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονίτῳ — ἀκονί̱τῳ , ἀκόνιτον leopard s bane neut dat sg ἀκονί̱τῳ , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόνιτα — ἀκόνῑτα , ἀκόνιτον leopard s bane neut nom/voc/acc pl ἀκόνῑτα , ἀκόνιτος leopard s bane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονιτεί — ἀκονῑτεί , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονιτικῷ — ἀκονῑτικῷ , ἀκονιτικός made of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονιτί — ἀκονῑτί̱ , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόνιτος — ἀκόνῑτος , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακονάκι — Παλιό παιδικό παιχνίδι, στην περιοχή της Αιτωλίας. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός μικρού μαύρου φιδιού. Στο παιχνίδι αυτό, τα παιδιά σχημάτιζαν κύκλο σε απόσταση περίπου μισού μέτρου το ένα από το άλλο και με τη ράχη τους στραμμένη προς τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”